ζαρουδιάζω

ζαρουδιάζω
(για νήματα) συστρέφω, μεταβάλλω σε τουλύπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αζαρούδιαστος — η, ο [ζαρουδιάζω] (για νήματα) αυτός που δεν συστράφηκε και δεν μεταβλήθηκε σε τουλύπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”